- νήησαν
- νηέωheapaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέρω — (Α) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω 2. (συν. παθ.) θέρομαι α) γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι», Ομ. Οδ.) β) (για τον έρωτα) φλέγομαι γ) καίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. ενεστ. θέρω είναι υστερογενής και απαντά μόνο στον… … Dictionary of Greek
νηέω — και δωρ. τ. ναέω (Α) (επκ. εκτετ. τ.) 1. επισωρεύω, στοιβάζω, σωριάζω («ἐπ αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά», Ομ. Οδ.) 2. (γενικά) συσσωρεύω 3. (και το μέσ.) φορτώνω, γεμίζω («νῆα ἅλις χρυσοῡ καὶ χαλκοῡ νηησάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek